αριστερίζω

αριστερίζω
-ισα, συμπαθώ, ακολουθώ τις αριστερές (επαναστατικές) πολιτικές θεωρίες: Από την τελευταία τάξη του λυκείου άρχισε να αριστερίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αριστερίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές …   Dictionary of Greek

  • αριστερισμός — ο [αριστερίζω] το να αριστερίζει κάποιος, το να ακολουθεί ιδέες της αριστεράς …   Dictionary of Greek

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”